ευήγορος

ευήγορος
εὐήγορος, -ον (Α)
αυτός που λέει καλά, αίσια λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *-ηγορος (< αγορεύω), πρβλ. παρ-ήγορος, συν-ήγορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐήγορος — speaking well masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευηγορία — εὐηγορία, ἡ (Α) [ευήγορος] 1. καλά λόγια, εγκώμιο 2. ευγενική γλώσσα, προσεγμένη διατύπωση …   Dictionary of Greek

  • ευηγορώ — εὐηγορῶ, έω, δωρ. τ. εὐαγορέω (Α) [ευήγορος] μιλώ καλά για κάποιον, επαινώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”